- εὔγαμον
- εὔγαμοςhappily marriedmasc/fem acc sgεὔγαμοςhappily marriedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύγαμος — εὔγαμος, ον (Α) 1. (για πρόσωπο) ευτυχισμένος στον γάμο του, καλοπαντρεμένος 2. ευνοϊκός ή ευχάριστος σχετικά με τον γάμο (α. «εὔγαμος εὐνή» β. «εὔγαμον ὕδωρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γάμος (< γάμος < γαμώ), πρβλ. απειρό γαμος] … Dictionary of Greek